Ίταλα

Ίταλα
(I)
η (ΑΜ Ἴταλα)
ονομασία που έδωσε ο Αυγουστίνος στις λατινικές μεταφράσεις τής Βίβλου που κυκλοφορούσαν από τον 2ο αιώνα στη Δύση
παλαιότεροι θεολόγοι ονόμασαν Ίταλα ό,τι είχε περισωθεί από την πριν από τον Ιερώνυμο λατινική μετάφραση τής Βίβλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίταλα — (II) ἴταλα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱστία, εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν» …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντ, Αντρέ — (Andre Deed, Χάβρη 1884 – Παρίσι 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Αντρέ ντε Σαπέ (Andre de Chapais). Υπήρξε ο πρώτος κωμικός του κινηματογράφου που βγήκε από την ανωνυμία. Από το 1906 άρχισε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”